- ἀργυρογραφία
- ἀργῠρο-γρᾰφία, ἡ,A writing in silver letters, PLeid.X. 78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργυρογραφία — ἀργυρογραφίᾱ , ἀργυρογραφία writing in silver letters fem nom/voc/acc dual ἀργυρογραφίᾱ , ἀργυρογραφία writing in silver letters fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek